- δυσεργής
- δυσεργής, -ές (Α)1. δύσκολος, δυσχερής2. αυτός που προκαλεί δυσκολία στην εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσεργής — difficult masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεργῆ — δυσεργής difficult neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυσεργής difficult masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυσεργής difficult masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεργές — δυσεργής difficult masc/fem voc sg δυσεργής difficult neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεργοῦς — δυσεργής difficult masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεργεστέρα — δυσεργεστέρᾱ , δυσεργής difficult fem nom/voc/acc comp dual δυσεργεστέρᾱ , δυσεργής difficult fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεργεῖς — δυσεργέω to be sluggish pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) δυσεργής difficult masc/fem acc pl δυσεργής difficult masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek